ἄζωος — without life masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζωος — η, ο αυτός που δεν έχει ζωντάνια, ο ψόφιος: Απέναντί του στεκόταν ένας ασθενικός, άζωος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄζωον — ἄζωος without life masc/fem acc sg ἄζωος without life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώους — ἄζωος without life masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄζωα — ἄζωος without life neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄζωοι — ἄζωος without life masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζως — ἄζως, ων (Α) ο άζωος (Ι) … Dictionary of Greek
αζωία — η (Α ἀζωία) [ἄζωος] έλλειψη, απουσία ζωής … Dictionary of Greek
αζωοσπερμία — η Ιατρ. η απουσία σπερμοτοζωαρίων στο εκσπερμάτισμα, ενώ υπάρχουν ανώριμες προβαθμίδες τους (σπερματοβλάστες). Οφείλεται σε απόφραξη τών σπερματικών σωληναρίων τών όρχεων από διάφορες αιτίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < azoospermia, νεολατιν. επιστημον. όρος,… … Dictionary of Greek
δίζωος — δίζωος, ον (Α) (για τον Σίσυφο που γύρισε από τον Άδη) αυτός που έχει διπλή ζωή, που έζησε δύο φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + ζωος < ζωή (πρβλ. άζωος, αρτίζωος)] … Dictionary of Greek